- σιδηριουργός
- ὁ, Αβλ. σιδηρουργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρουργός — ο, ΝΑ, και σιδηριουργός Α τεχνίτης ασχολούμενος με την κατεργασία τού σιδήρου και τού χάλυβα με διαδοχικές πυρώσεις και σφυρηλατήσεις για τη διαμόρφωσή τους σε μεταλλικά προϊόντα, όπως εργαλεία, οικιακά σκεύη, πέταλα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * / … Dictionary of Greek